- πτωχοποιός
- πτωχοποιόςdrawing beggarly charactersmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτωχοποιός — όν, Α 1. αυτός που φτωχαίνει κάποιον, που καθιστά φτωχό κάποιον («δικαιοσύνην... οἰκοφθόρον καὶ πτωχοποιόν», Πλούτ.) 2. (για τον Ευριπίδη) αυτός που παρουσιάζει στα δράματά του φτωχούς («ὦ... πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πτωχοποιόν — πτωχοποιός drawing beggarly characters masc/fem acc sg πτωχοποιός drawing beggarly characters neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχοποιέ — πτωχοποιός drawing beggarly characters masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek